Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στη μέση

  • 1 середина

    θ.
    η μέση, το μέσον• το κέντρο• η καρδιά•

    в -е пути στη μέση του δρόμου ή στα μισά του δρόμου•

    бросить дело на -е παρατώ την υπόθεση στα μισά•

    середина круга το κέντρο του κύκλου•

    в -е зимы στην καρδιά του χειμώνα•

    в -е века στα μέσα του αιώνα.

    || ενδιάμεση θέση, κέντρο, ουδετερότητα•

    держаться -ы κρατώ μεσαβέζικη θέση (στάση)•

    в самой -е καταμεσής•

    в самой -е дня το καταμεσήμερο•

    в -е στη μέση, στο μέσο, στο κέντρο.

    εκφρ.
    середина на половинуβλ. ίδια έκφραση στη λ. серединка.

    Большой русско-греческий словарь > середина

  • 2 посреди

    посреди, посредине
    1. предлог στή, μέση, στά κατάμεσα, ἐΙς τό μέσον. ·\посреди*, у́лицы στήν μέση τοῦ δρόμου·
    2. нареч ἀνάμεσα, στό κέντρο, στή μέση, ἐν τω μέσω. 4

    Русско-новогреческий словарь > посреди

  • 3 посредине

    посреди, посредине
    1. предлог στή, μέση, στά κατάμεσα, ἐΙς τό μέσον. ·\посредине*, у́лицы στήν μέση τοῦ δρόμου·
    2. нареч ἀνάμεσα, στό κέντρο, στή μέση, ἐν τω μέσω. 4

    Русско-новогреческий словарь > посредине

  • 4 пополам

    пополам 1) (на две равные части) στη μέση, στα δυο 2) (наполовину) μισό και μισό
    * * *
    1) ( на две равные части) στη μέση, στα δυο
    2) ( наполовину) μισό και μισό

    Русско-греческий словарь > пополам

  • 5 посередине

    Русско-греческий словарь > посередине

  • 6 посреди

    посреди, посредине στη μέση, στο κέντρο· μεταξύ (между)
    * * *
    = посредине
    στη μέση, στο κέντρο; μεταξύ ( между)

    Русско-греческий словарь > посреди

  • 7 среди

    среди 1) (между) ανάμεσα, μεταξύ 2) (посредине) μέσα, στη μέση; \среди ночи (τα) μεσάνυχτα
    * * *
    1) ( между) ανάμεσα, μεταξύ
    2) ( посредине) μέσα, στη μέση

    среди́ но́чи — (τα) μεσάνυχτα

    Русско-греческий словарь > среди

  • 8 пополам

    επίρ.
    στη μέση, στα δυο, εξ ημισείας•

    делить пополам μοιράζω στη μέση.

    || μισό και μισό, ανακατωμένα•

    вода пополам с вином μισό νερό μισό κρασί (κρασόνερο).

    Большой русско-греческий словарь > пополам

  • 9 среди

    κ. средь πρόθ. με γεν.
    1. στη μέση, στο μέσον στο κέντρο•

    стоять - комнаты στέκομαι στη μέση του δωματίου•

    среди города στο κέντρο της πόλης•

    встать среди ночи σηκώνομαι τα μεσάνυχτα.

    2. (ανα)μεταξύ, ανάμεσα•

    -нас нет подозрительного лица ανάμεσα μας δεν υπάρχει ύποπτο πρόσωπο.

    Большой русско-греческий словарь > среди

  • 10 делить

    делю, делишь, ρ.δ.μ.
    1. μοιράζω, χωρίζω σε μέρη•

    делить имущество μοιράζω την περιουσία•

    делить поровну μοιράζω εξ ίσου•

    делить пополам μοιράζω στη μέση.

    2. διανέμω, διαμοιράζω. || μτφ. συμμετέχω, συμπονώ•

    она -ла с ними горе и радость αυτή μοιράζονταν μ’ αυτές τις πίκρες και τις χαρές.

    3. (μαθ.) διαιρώ.
    εκφρ.
    делить нечего – δεν ε’χομε να μοιράσομε (για να μαλώνομε)•
    делить шкуру неубитого медведя – τα ψάρια στη θάλασσα, το τηγάνι στη φωτιά.
    1. διαιρούμαι• διχάζομαι, χωρίζομαι, διχοτομούμαι• διακλαδίζομαι. || υποδιαιρούμαι•

    искусство -ится на школы η Τέχνη χωρίζεται σε σχολές.

    || χωρίζω, ζω χώρια•

    он с отцом -лся αυτός χώρισε από τον πατέρα του.

    2. αλληλομοιράζομαι•

    он делился с другом последней копейкой αυτός μοιράζονταν με το φίλο του και το τελευταίο καπίκι.

    3. ανταλλάσσω•

    делить опытом работы ανταλλάσσω την πείρα της δουλειάς•

    -знаниями ανταλλάσσω τις γνώσεις•

    делить впечатлениями λέμε τις εντυπώσεις μας.

    4. (μαθ.) διαιρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > делить

  • 11 середина

    середин||а
    ж ἡ μέση, τό μέσο[ν], τό κέντρο[ν]:
    в самой \серединае ἀκριβώς στό κέντρο (или στό μέσον)· в \серединае στή μέση· в \серединае века στά μέσα τοῦ αἰώνα, είς τό μέσον τοδ αἰώνα· в \серединае зимы στά μέσα τοῦ χειμώνα· в \серединае дня τό μεσημέρι· ◊ золотая \середина ἡ χρυσή μετριότης.

    Русско-новогреческий словарь > середина

  • 12 поясница

    θ.
    η οσφή, η μέση•

    боль в -е πόνος στη μέση, οσφυαλγία.

    Большой русско-греческий словарь > поясница

  • 13 относить

    относить
    несов
    1. πηγαίνω κάτι/ φέρνω πίσω (назад):
    \относить что́-л. на место πηγαίνω κάτι στή θέση του·
    2. (ветром, течением) παρασύρω, παίρνω, τραβώ:
    ло́дку начало \относить на середину реки τό ρεύμα ἀρχισε νά παρασέρνει τή βάρκα στή μέση τοῦ ποταμοῦ·
    3. (переносить, отодвигать) μεταθέτω, παραμερίζω, ἀπομακρύνω·
    4. (причислять к числу, разряду, приурочивать) κατατάσσω, θεωρώ:
    я отношу́ его́ к ли́дям энергичным θεωρώ κάποιον δραστήριο ἀνθρωπο· \относить рукопись к XV веку κατατάσσω τό χειρόγραφο στον δέκατο πέμπτο ἀΙώνα· ◊ \относить за счет... (иа счет...) ἀποδίδω σέ... κάποια αίτία· ошибку следует \относить за счет его́ небрежности τό λάθος πρέπει νά τό ἀποδόσουμε στήν ἀμέλεια του, τό λάθος ὁφείλεται στήν ἀμέλεια του.

    Русско-новогреческий словарь > относить

  • 14 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 15 дорога

    дорог||а
    ж
    1. ὁ δρόμος:
    проселочная \дорога ὁ ἀμαξόδρομος, ὁ χωραφόδρομος· шоссейная \дорога ὁ ἀσφαλτόδρομος, ὁ ἀμαξόδρομος· автомобильная \дорога ὁ δημόσιος δρόμος, ὁ αὐτοκινητόδρομος· проезжая \дорога ὁ ἀμαξιτός δρόμος· узкоколейная \дорога ἡ στενή σιδηροδρομική γραμμή· одноколейная \дорога ἡ μονή σιδηροδρομική γραμμή· торная \дорога а) ὁ ἔτοιμος δρόμος, б) перен ἡ πεπατημένη (οδός)· сбиться с \дорогаи прям., перен χάνω τόν δρόμο, παραστρατώ·
    2. (путешествие) ὁ δρόμος, τό ταξίδι:
    дальняя \дорога ὁ μακρυνός δρόμος, τό μακρυνό ταξίδί отправляться в \дорогау ξεκινώ γιά ταξίδι·
    3. (место прохода или проезда) ἡ διάβαση [-ις], ἡ δίοδος, τό πέρασμα:
    дайте мне \дорогау! κάντε μου δρόμο!· уступить \дорогау кому́-л. παραμερίζω νά περάσει κάποιος, ἀφήνω κάποιον νά περάσει· ◊ железная \дорога ὁ σιδηρόδρομος· идти своей \дорогаой ἀκολουθώ τό δρόμο μου, τραβώ τό δρόμο μου· по \дорогае (попутно) πηγαίνοντας· мне с вами не по \дорогае οἱ δρόμοι μας εἶναι διαφορετικοί· пробивать себе́ \дорогау ἀνοίγω τό δρόμο μου· на половине \дорогаи στή μέση τοῦ δρόμου, στό μισό δρόμο, ἀφήνω κάτι μισοτελειωμένο· стать кому́-л. поперек \дорогаи γίνομαι ἐμπόδιο, κλείνω τόν δρόμο σέ κάποιον туда ему́ и \дорога! разг ἔτσι τοῦ πρέπει!, τἄθελε καί τἄπαθε!· скатертью \дорогаΙ νά πάει στήν εὐχή καί στήν ἀνεμοζάλη.

    Русско-новогреческий словарь > дорога

  • 16 перетигивать

    перети́гивать
    несов
    1. (перетаски^ вать) τραβώ, σέρνω, σύρω, Ελκω:
    \перетигивать на свою сторону перен προσελκύω (или τραβώ) μέ τό μέρος μου·
    2. (заново натягивать) ξανατεντώνω:
    \перетигивать стру́ны ξα-νατεντώνω τίς χορδές·
    3. (превосходить в весе, перевешивать) ζυγίζω περισσότερο, ὑπερτερώ στό βάρος, κλίνω (στήν πλάστιγγα), ὑπερβαίνω·
    4. (слишком сильно стягивать) παρασφίγγω, σφιχτοδένω:
    \перетигивать талию поясом σφιχτοδένω τή ζώνη στή μέση μου.

    Русско-новогреческий словарь > перетигивать

  • 17 подбочениваться

    подбочениваться
    несов, подбочениться сов ἀκουμπώ τά χέρια στή μέση μου.

    Русско-новогреческий словарь > подбочениваться

  • 18 полуслово

    полусло́в||о
    с:
    понимать с \полусловоа καταλαβαίνω ἀμέσως, μπαίνω ἀμέσως στό νόημα· оборвать разговор на \полусловое σταματώ τήν κουβέντα στή μέση.

    Русско-новогреческий словарь > полуслово

  • 19 посередине

    посередине
    нареч στή μέση, είς τό μέσον.

    Русско-новогреческий словарь > посередине

  • 20 среди

    среди
    предлог с род. п.
    1. (между) ἀνάμεσα, μεταξύ, ἐν τῶ μέσω:
    \среди друзей μεταξύ φίλων
    2. (посредине) στή μέση· ◊ \среди бела дня μέρα μεσημέρι.

    Русско-новогреческий словарь > среди

См. также в других словарях:

  • μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… …   Dictionary of Greek

  • μέση — η 1. το μέσο κάθε πράγματος: Έκοψα το ψωμί στη μέση. 2. μέρος του ανθρώπινου σώματος μεταξύ λαγόνων και θώρακα: Στη μέση φορούσε μια εντυπωσιακή ζώνη. 3. το μέσο μιας χρονικής διάρκειας: Παράτησε το σχολείο στη μέση της χρονιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσοπέλαγα — στη μέση του πελάγους: Η βάρκα βούλιαξε μεσοπέλαγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»